- επίφοβος
- -η, -ο (Α ἐπίφοβος, -ον)1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.)2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τόν είχανε στη μέση», Βλαχογ.)νεοελλ.(για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο κτήριο»αρχ.δειλός («κατηφεῑς, ἐπίλυποι καὶ ἐπίφοβοι γενόμενοι», Γαλ.).επίρρ...επίφοβα (Α ἐπιφόβως)επικίνδυνα, απειλητικά, φοβεράαρχ.με φόβο, φοβισμένα.
Dictionary of Greek. 2013.